- σφωέ
- σφωέ, σφωΐν, sie beide, ihrer beider, ihnen beiden
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
σφωέ — σφωε , σφεῖς Rendic.Pont. Accad.Rom. di Arch. masc/fem nom/voc/acc dual (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφωέ — και συγκεκομμένος τ. σφώ, Α (ονομ. και αιτ. δυϊκ. αριθ. τής προσ. αντων. τού γ προσ. η οποία χρησιμοποιείται για το αρσ. και θηλ. και πάντοτε ως εγκλιτ.) αυτοί οι δύο, αμφότεροι («τίς τ ἄρ σφωε θεῶν ἔριδι ξυνέηκε μάχεσθαι;», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ … Dictionary of Greek
σφωε — σφεῖς Rendic.Pont. Accad.Rom. di Arch. masc/fem nom/voc/acc dual (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφῶε — σφεῖς Rendic.Pont. Accad.Rom. di Arch. masc/fem nom/voc/acc dual (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφω' — σφωε , σφεῖς Rendic.Pont. Accad.Rom. di Arch. masc/fem nom/voc/acc dual (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφωΐτερος — (I) τέρα, ον, Α 1. (κτητ. αντωνυμ. επίθ. τού σφῶϊ, αντων. β προσ. δυϊκ. αριθ.) εσάς τών δύο, ο δικός σας («σφωΐτερον... ἔπος», Ομ. Ιλ.) 2. (και για το β εν. πρόσ.) ο δικός σου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφω/σφῶϊ «εσείς οι δύο» + κατάλ. τερος (πρβλ. ἡμέ… … Dictionary of Greek
Местоимение в праиндоевропейском языке — Местоимение часть речи праиндоевропейского языка. Местоимения являются одним из самых устойчивых элементов индоевропейской лексики[1]. Однако, несмотря на их архаичность и устойчивость, реконструкцию затрудняет большое количество изменений… … Википедия
συνίημι — ΜΑ, και αττ. τ. ξυνίημι Α [ἵημι] 1. εννοώ, αντιλαμβάνομαι (α. «ὁ δὲ παράνομος Ἰούδας οὐκ ἠβουλήθη συνιέναι», Όρθρ. Μεγ. Παρασκ. β. «πρὸς τὸ συνιέναι ἡμᾱς τὸν Ἰησούν», Ειρην. γ. «οὔπω ξυνῆκα», Αισχύλ. δ. «εὖ λέγοντος οἷ νῡν δὴ ἐμνήσθημεν τοῡ… … Dictionary of Greek
σφείς — Α (προσ. αντων. γ προσ. αρσ. και θηλ. πληθ.) Ι. ΚΛΙΣΗ: 1. γεν. αττ. τ. σφῶν, επικ. και ιων. τ. σφέων, ποιητ. τ. σφείων 2. δοτ. σφίσι(ν) και σφισι(ν) και σφι(ν), και σφίν, σπαν. λακων. τ. φιν, αιολ. τ. ἄσφι, συρακ. τ. ψιν, αρκαδ. τ. σφεῑς 3.… … Dictionary of Greek